Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Σαιν-Μαλό < (άμεσο δάνειο) γαλλική Saint-Malo → δείτε τη λέξη Σεν Μαλό

  ΜεταγραφήΕπεξεργασία

Σαιν-Μαλό ουδέτερο άκλιτο