Ρούφου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ρούφου < γενική ενικού του αρσενικού Ρούφος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɾu.fu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρού‐φου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΡούφου θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΡούφου αρσενικό