Πρωτονοτάριου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Πρωτονοτάριου < γενική ενικού του αρσενικού Πρωτονοτάριος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.to.noˈta.ɾi.u/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πρω‐το‐νο‐τά‐ρι‐ου
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πρωτονοτάριου θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Πρωτονοτάριου αρσενικό