Ετυμολογία

επεξεργασία
Πετροκόρινθο < πετρο- + Κόρινθ(ος) (θηλυκό) + -ο (ουδέτερο)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Πετροκόρινθο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία