Πάικου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Πάικου < γενική ενικού του αρσενικού Πάικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpa.i.ku/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πά‐ι‐κου
Κύριο όνομα επεξεργασία
Πάικου θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Πάικου αρσενικό