Ετυμολογία

επεξεργασία
Οβακίμ < άμεσο δάνειο από την αρμενική , άλλη μορφή του Χοβακίμ

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Οβακίμ αρσενικό, άκλιτο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία