Ετυμολογία

επεξεργασία
Ξινόμαυρο < ξιν(ός) + -ό- μαύρος > ουδέτερο

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ξινόμαυρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία