Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ντόρσεϊ < (μεταγραφή) αγγλική Dorsey

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈdoɾ.se.i/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ντόρ‐σε‐ϊ

  Μεταγραφή επεξεργασία

Ντόρσεϊ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία