Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Νοβοροσίσκ < ρωσική Новороссийск < Новоро́ссия ("Νέα Ρωσία")

  Μεταγραφή επεξεργασία

Νοβοροσίσκ ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία