Μπρίτζετ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μπρίτζετ < (μεταγραφή) αγγλική Bridget (< ιρλανδική γαελική Brighid)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈbɾi.d͡zet/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπρί‐τζετ
Μεταγραφή
επεξεργασίαΜπρίτζετ θηλυκό, άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Μπρίτζετ Φόντα στη Βικιπαίδεια (γενν. 1964), Αμερικανίδα ηθοποιός