Μπράουνσβαϊγκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μπράουνσβαϊγκ < γερμανική Braunschweig
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈbɾa.unz.vaig/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπρά‐ουνσ‐βαϊγκ
Μεταγραφή
επεξεργασίαΜπράουνσβαϊγκ ουδέτερο άκλιτο
Μπράουνσβαϊγκ ουδέτερο άκλιτο