Μπάφραλης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μπάφραλης αρσενικό (συνηθέστερο στον πληθυντικό: οι Μπαφραλήδες)
- (πατριδωνυμικό) συνώνυμο του Μπαφραίος, και (γενικότερα) τουρκόφωνος ορθόδοξος χριστιανός του Πόντου
- ※ Για όσους μεγάλωσαν μέσα σε ελληνόφωνες ποντιακές οικογένειες, η λέξη Μπάφραλης ακούγεται σχεδόν προσβλητική διότι, ως συνώνυμη του τουρκόφωνου, υπονοεί τους αμφισβητούμενους καθαρότητας Ποντίους (από τον «Πρόλογο» του Νίκου Μαραντζίδη στο βιβλίο του, Γιασασίν Μιλλέτ: Ζήτω το έθνος. Προσφυγιά, κατοχή και εμφύλιος: εθνοτική ταυτότητα και πολιτική συμπεριφορά στους τουρκόφωνους ελληνορθόδοξους του Δυτικού Πόντου (Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2001, ISBN 960-524-131-5), σ. 11 (πρβ. την αναπαραγωγή του αποσπάσματος στην καταχώριση του βιβλίου στο Αποθετήριο Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας (ΑΣΕλΊς)· πρόσβαση: 2019-12-02)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μπάφραλης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Μπάφραλης <
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μπάφραλης αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μπάφραλης
|