Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μοσχόμαυρο < μόσχ(ος) + -ό- + μαύρο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μοσχόμαυρο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία