Μελικιάν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μελικιάν < αρμενική Մելիքյան (Melikʿyan) (πατρωνυμικό)· μορφολογικά αναλύεται σε Μελίκ + -ιάν.
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜελικιάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
Μελικιάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο