Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μαριούπολις < Μαρί(α) (Παναγία) + -ούπολις (πόλις)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μαριούπολις θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία