Μέιντστοουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μέιντστοουν < (άμεσο δάνειο) αγγλική Maidstone
Μεταγραφή επεξεργασία
Μέιντστοουν ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μέιντστοουν
|
Μέιντστοουν ουδέτερο άκλιτο
|