Λύχνου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λύχνου < γενική ενικού του αρσενικού Λύχνος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈli.xnu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λύ‐χνου
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λύχνου θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Λύχνου αρσενικό