Λόντου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λόντου < γενική ενικού του αρσενικού Λόντος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈlon.du/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λο‐ντου
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λόντου θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Λόντου αρσενικό