Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λαοδίκη < αρχαία ελληνική Λαοδίκη < λαός + δίκη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λαοδίκη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία