Λέσε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λέσε < (άμεσο δάνειο) δανική Læsø
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈle.se/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λέ‐σε
Μεταγραφή επεξεργασία
Λέσε ουδέτερο άκλιτο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Λέσε στη Βικιπαίδεια