Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λεσσόη < → δείτε  δανική Læsø +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /leˈso.i/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λεσ‐σό‐η

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λεσσόη θηλυκό (καθαρεύουσα)

  • (νησί) Λέσε
    ※ ΑΑΛΒΟΡΓ, ἐπ. τῆς Δανίας, ἀποτελουμένη ἐκ τοῦ ἀρκτικοῦ μέρους τῆς Ἰουτλάνδης καὶ τῆς νήσου Λεσσόης [...] (Σταύρος Βουτυράς, Ιωάννης Βρετός, Γιώργος Βαφειάδης, @anemi Λεξικόν Ιστορίας και Γεωγραφίας, τ. 1, (Εν Κωνσταντινουπόλει: Τύποις Ι. Α. Βρετού, 1869), σελ. 2)