Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λάντογκα < (μεταγραφή) ρωσική Ла́дога (Ladoga)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λάντογκα θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία