ΛΟΚ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ΛΟΚ < : Λόχοι Ορεινών Καταδρομών.
Συντομομορφή
επεξεργασίαΛ.Ο.Κ. ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο ακρωνύμιο
- στρατιωτική μονάδα καταδρομέων
Σημειώσεις
επεξεργασία- Αποκαλούνται τα ΛΟΚ, παρά το ότι πρόκειται για τους λόχους.