Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΚΤΕΛ <  : Κοινό Ταμείο Εισπράξεων Λεωφορείων

  Συντομομορφή επεξεργασία

Κ.Τ.Ε.Λ. ουδέτερο άκλιτο ακρωνύμιο

  1. κοινοπραξία ιδιοκτητών λεωφορείων σε επίπεδο νομού
    το ΚΤΕΛ Μεσσηνίας ανακοίνωσε τα νέα δρομολόγια για Αθήνα και Θεσσαλονίκη
  2. ο τερματικός σταθμός των υπεραστικών λεωφορείων
    πάω στο ΚΤΕΛ να παραλάβω τους γονείς μου που έρχονται από την Αθήνα

Παράγωγα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • εφόσον η αναφορά γίνεται ειδικά σε ΚΤΕΛ ως εταιρεία, τότε χρησιμοποιείται το θηλυκό γένος, π.χ. η ΚΤΕΛ Νομού Αχαΐας ΑΕ

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία