Δείτε επίσης: κυνάριον

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κυνάριον < κυνάριον < κύων + -ιον

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κυνάριον θηλυκό