Κοτσιφολιάτικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κοτσιφολιάτικο < Κοτσιφ(άλι) + -ο- + Λιάτικο με (απλολογία) του ⟨λο - λι⟩ *Κοτσιφαλολιάτικο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚοτσιφολιάτικο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (ελληνική ποικιλία αμπέλου) σπάνια ποικιλία αμπέλου που καλλιεργείται στην Κρήτη και παράγει κόκκινο κρασί
Μεταφράσεις
επεξεργασία Κοτσιφολιάτικο
|