Κοντόσταυλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κοντόσταυλου < γενική ενικού του αρσενικού Κοντόσταυλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /konˈdo.sta.vlu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐ντό‐σταυ‐λου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚοντόσταυλου θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΚοντόσταυλου αρσενικό
- γενική ενικού του Κοντόσταυλος