Ετυμολογία

επεξεργασία
Κονιόρδου < γενική ενικού του αρσενικού Κονιόρδος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /koˈɲoɾ.ðu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κο‐νιόρ‐δου

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κονιόρδου θηλυκό, άκλιτο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταγραφές

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

επεξεργασία

Κονιόρδου αρσενικό