Κονιόρδου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κονιόρδου < γενική ενικού του αρσενικού Κονιόρδος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /koˈɲoɾ.ðu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐νιόρ‐δου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚονιόρδου θηλυκό, άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Λυδία Κονιόρδου στη Βικιπαίδεια (γενν. 1953), Ελληνίδα ηθοποιός
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΚονιόρδου αρσενικό