Κολλινιάτικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κολλινιάτικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κολλινιάτικος < Κολλίνες (χωριό Αρκαδίας)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κολλινιάτικο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (ελληνική ποικιλία αμπέλου) ποικιλία αμπέλου που καλλιεργείται στην Πελοπόννησο και παράγει κόκκινο κρασί.
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κολλινιάτικο
|