Ετυμολογία

επεξεργασία
Κετσογιάν < πατρωνυμικό, προέλευσης από την αρμενική Կեցոյան (Kecʿoyan) < Կեցո (Kecʿo, Κετσό) [< παλαιό ανδρικό όνομα Կեցուն (Kecʿun, Κετσούν: αυτός που διαρκεί, που παραμένει)][1] + -յան (-yan, -ιάν)[2]

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κετσογιάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταγραφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Հրաչյա Աճառյան (Χρατσιά Ατσαριάν), Հայոց անձնանունների բառարան (Λεξικό αρμενικών προσωπικών ονομάτων) [1942–1962], τόμ. 2 (Γιερεβάν: Εκδ. Οίκος του Κρατικού Πανεπιστημίου του Γιερεβάν, 1944), σ. 617.
  2. Կեցոյան - Տիգրան Ավետիսյան (Τιγκράν Αβετισιάν) (²2010), Հայոց ազգանունների բառարան [Λεξικό αρμενικών επωνύμων] (στα αρμενικά), επιμέλεια: Վ.Մ. Գրիգորյան (Β.Μ. Γκριγκοριάν) & Լ.Ռ. Ուռուտյան (Λ.Ρ. Ουρουτιάν). Γιερεβάν, ISBN 978-9939-53-724-5. (σ. 180β). Το επώνυμο αυτό φαίνεται να είναι πάρα πολύ σπάνιο στα αρμενικά. Σημειωτέον, πως η ρωσική γραφή «Кецоян» (K e c o j a n), που παραθέτει ο συγγραφέας, δε βρίσκεται πουθενά διαδικτυακά. Υπάρχει, ωστόσο, η συναφής μορφή Кечоян (Kečojan), όχι τόσο σπάνια όπως η αρμενική.