Κατάκαλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κατάκαλου < γενική ενικού του αρσενικού Κατάκαλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈta.ka.lu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐τά‐κα‐λου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚατάκαλου θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΚατάκαλου αρσενικό