Καρυστινού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καρυστινού < γενική ενικού του αρσενικού Καρυστινός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ɾi.stiˈnu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ρυ‐στι‐νού
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαρυστινού θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Καρυστινός
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΚαρυστινού αρσενικό
- γενική ενικού του Καρυστινός