Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καλλιγόνη < θηλυκό του Καλλίγονος < καλλι- + -γόνη (< -γονος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καλλιγόνη θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. προσωνύμιο της θεάς Δήμητρας της Περγάμου[1]

  Αναφορές επεξεργασία

  1. καλλίγονος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.

  Πηγές επεξεργασία