Ετυμολογία

επεξεργασία
Θεονόη < θεο- + νό(ος) +

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Θεονόη θηλυκό

  • γυναικείο όνομα
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 319 (317-320)
    [ΧΟ.] ἐλθοῦσ᾽ ἐς οἴκους, ἣ τὰ πάντ᾽ ἐπίσταται | τῆς ποντίας Νηρῆιδος ἐκγόνου κόρης | πυθοῦ πόσιν σὸν Θεονόης, εἴτ᾽ ἔστ᾽ ἔτι | εἴτ᾽ ἐκλέλοιπε φέγγος·
    [ΧΟΡ.] Να πας μες στο παλάτι και | την κόρη της πελαγίσιας νύμφης, | τη Θεονόη που όλα τα γνωρίζει, να ρωτήσεις ο άντρας σου αν ακόμα ζει | ή δεν βλέπει το φως του ήλιου πια.
    Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 1648 (1647-1649)
    οὐδ᾽ ἡ θεᾶς Νηρῆιδος ἔκγονος κόρη | ἀδικεῖ σ᾽ ἀδελφὴ Θεονόη, τὰ τῶν θεῶν | τιμῶσα πατρός τ᾽ ἐνδίκους ἐπιστολάς.
    Η κόρη της Νηρηίδας, η αδερφή σου | Θεονόη δε σ᾽ αδικεί που δείχνει σέβας | στους νόμους των θεών και στου γονιού σου τις δίκαιες εντολές.
    Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr

Δείτε επίσης

επεξεργασία