Εὐδοξία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Εὐδοξία < εὐδοξία < εὖ + δόξα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Εὐδοξία θηλυκό
Δείτε επίσης : εὐδοξία, εὐδοκία, Εὐδοκία |
Εὐδοξία θηλυκό