Ελαιούς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ελαιούς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἐλαιοῦς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.leˈus/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐λαι‐ούς
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕλαιούς αρσενικό
Δείτε επίσης : Ἐλαιοῦς |
Ελαιούς αρσενικό