Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ventail < ventaille < venter

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vɑ̃.taj/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
ventail ventaux

ventail (fr) αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία