ventail
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ventail < ventaille < venter
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ventail | ventaux |
ventail (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ventail | ventaux |
ventail (fr) αρσενικό