Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ténifuge < téni(a) + -fuge

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tenifyʒ/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
ténifuge ténifuges

ténifuge (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
ténifuge ténifuges

ténifuge (fr) αρσενικό