Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pnø/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
pneu pneus

pneu (fr) αρσενικό