mleko
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
mleko (pl) ουδέτερο
- το γάλα ως τρόφιμο, ως υγρό ορισμένων φυτών και ως μερίδα, μπουκάλι κλπ.
- gorące mleko jest zdrowym napojem - το ζεστό γάλα είναι ένα υγιεινό ρόφημα
- na stole stały trzy mleka - στο τραπέζι (στέκονταν) βρίσκονταν τρία γάλατα
- (μεταφορικά, λόγιο) η ομίχλη
Σερβικά (sr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
mleko (sr)
- λατινική γραφή του млеко
Σλοβενικά (sl) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
mleko (sl)