disciplinaire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- disciplinaire < λατινική disciplinaris
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /di.si.pli.nɛʁ/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
disciplinaire | disciplinaires |
disciplinaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη discipliner