console
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
console | consoles |
console (en)
- (έπιπλο) η κονσόλα
- η κονσόλα, η παιχνιδοκονσόλα
- (πληροφορική) η κονσόλα, το απλό τερματικό υπολογιστή που απεικονίζει κείμενο
Ρήμα επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
console (fr)
- η κονσόλα