Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

bitwise operator < → δείτε τις λέξεις bitwise και operator

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

bitwise operator (en)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «δυφιηδόν τελεστής» από αναζήτηση «bitwise operator» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.