been
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
been (en)
Αφρικάανς (af) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
been (af)
- το κόκαλο
Ολλανδικά (nl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
been (nl) ουδέτερο
- το κόκαλο
been (en)
been (af)
been (nl) ουδέτερο