battée
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
battée | battées |
Ουσιαστικό επεξεργασία
battée (fr) θηλυκό
- τμήμα του κουφώματος μιας πόρτας πάνω στο οποίο αυτή χτυπά όταν την κλείνουμε
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη battre
ενικός | πληθυντικός |
battée | battées |
battée (fr) θηλυκό