Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

affective (en)

  1. (ψυχολογία) θυμικός, συναισθηματικός (-ή, -ό), που αναφέρεται ή επιδρά στο/αφορά ή επηρεάζει το συναίσθημα, που αφορά εγκεφαλικούς συναισθηματικούς μηχανισμούς/διεργασίες, που αφορά το μεταιχμιακό σύστημα
  2. συναισθηματικά φορτισμένος

Συνώνυμα επεξεργασία

μερική συνωνυμία επεξεργασία