abrupt
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
abrupt < λατινική abruptus < abrumpo < ab + rumpo
Επίθετο επεξεργασία
abrupt (en)
- απότομος (για τρόπους)
- an abrupt answer
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
abrupt | abrupts |
abrupt (fr) αρσενικό ή θηλυκό