Δείτε επίσης: έκπαγλος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἔκπαγλος τὸ ἔκπαγλον οἱ, αἱ ἔκπαγλοι τὰ ἔκπαγλα
Γενική τοῦ, τῆς ἐκπάγλου τοῦ ἐκπάγλου τῶν ἐκπάγλων τῶν ἐκπάγλων
Δοτική τῷ, τῇ ἐκπάγλῳ τῷ ἐκπάγλῳ τοῖς, ταῖς ἐκπάγλοις τοῖς ἐκπάγλοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἔκπαγλον τὸ ἔκπαγλον τοὺς, τὰς ἐκπάγλους τὰ ἔκπαγλα
Κλητική ἔκπαγλε ἔκπαγλον ἔκπαγλοι ἔκπαγλα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἐκπάγλω
Γενική-Δοτική ἐκπάγλοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἔκπαγλος < ἔκπλαγος < ἐκπλήσσω[1][2] < ἔκ- + πλήσσω

  Επίθετο επεξεργασία

ἔκπαγλος αρσενικό ή θηλυκό, ἔκπαγλον ουδέτερο

  1. φρικτός
  2. φοβερός, θαυμαστός
  3. (ελληνιστική κοινή) θαυμάσιος (νέα ελληνική: έκπαγλος)

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  2. ἔκπαγλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.