φυσώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φυσώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φυσῶ, συνηρημένος τύπος του φυσάω[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fiˈso/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐σώ
Ρήμα επεξεργασία
φυσώ
- μορφή του φυσάω
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη φυσάω
Κλίση επεξεργασία
- → δείτε την κλίση στο φυσάω
Μεταφράσεις επεξεργασία
φυσώ
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ φυσώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας