σταματώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σταματώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σταματῶ < στάμα (κάθισμα) < ἵσταμαι[1]
Ρήμα επεξεργασία
σταματώ
- άλλη μορφή του σταματάω
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σταματώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας